λαμπαδηφόρος

λαμπαδηφόρος
λαμπαδηφόρος
torch-bearer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδηφόρος — ο (AM λαμπαδηφόρος) αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία μσν. ο λαμπαδάριος αρχ. 1. κηροπήγιο 2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι τίτλος θεατρικού έργου τού Φιλεταίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + φόρος (< φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηφόρος — ο αυτός που συμμετέχει σε λαμπαδηφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπαδηφόρε — λαμπαδηφόρος torch bearer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόροι — λαμπαδηφόρος torch bearer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόροις — λαμπαδηφόρος torch bearer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόρον — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόρου — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόρους — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδηφόρων — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”